-
1 παρεισάγω
Aπαρεισῆχα Phld. Piet.32
:—lead in by one's side, bring forward, introduce, of persons brought into a public assembly, ;τοὺς αἰχμαλώτους Plb.3.63.2
; propose a candidate for a succession, Plu. Galb. 21.2 with a notion of secrecy, π. [τοὺς Γαλάτας] εἰς Ἔρυκα introduce, admit them into the city, Plb.2.7.8, cf. 1.18.3.3 introduce into a poem or narrative, , cf. Phld. l.c., etc.; τὸν Ἀννίβαν ἀμίμητόν τινα π. στρατηγόν represent him as.., Plb. 3.47.7, cf. 5.2.6, Corn.ND9 :—[voice] Pass., ib.20, al.4 introduce doctrines, customs, etc., τὰς ὑπὲρ τῶν ἐν Ἅιδου διαλήψεις εἰς τὰ πλήθη π. Plb.6.56.12, cf. D.S.1.96 ;ξένα π. δαιμόνια Plu.2.328d
;αἱρέσεις 2 Ep.Pet. 2.1
:—[voice] Pass.,μουσικὴν παρεισῆχθαι τοῖς ἀνθρώποις Ephor. 8J.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρεισάγω
-
2 προσάγω
προσάγω [ᾰ], [tense] aor. 2 προσήγᾰγον: for [tense] aor. 1 προσῆξα v. infr. A.11.3 fin.: [tense] fut. [voice] Med. (in pass. sense), Th.4.115: once [full] ποσάγω (q.v.):—A bring to or upon,τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε; Od.17.446
, cf. E. Med. 993 (lyr.);π. δῶρά τινι h.Ap. 272
;ἄστει κόσμον Pi.I.6(5).69
;θυσίας τινί Hdt.3.24
; ;τῳ θεῶν ὕμνους ἢ χορείας Pl.Lg. 799b
;ἱερεῖα τοῖς βωμοῖς Poll.1.27
;ποταγόντω.. τὰ ἱερεῖα.. ποτὶ τὸν βωμόν SIG1010
([place name] Chalcedon);π. πάντα ἱκανά
furnish, supply,X.
Cyr.5.2.5; ἁρμαμάξας ib.4.3.1;λίθους PCair.Zen.34.13
(iii B. C.).2 put to, add, ἅμα ἠγόρευε καὶ ἔργον προσῆγε (v.l. προῆγεν) Hdt.9.92; of exercises and food,ἐξ ὀλίγου π. Hp.Insomn.89
; cf.προσαγωγή 11.5
.3 bring to, move towards, apply,τὴν ἄνω γνάθον π. τῇ κάτω Hdt.2.68
; μὴ π. τὴν χεῖρά μοι lay it not on me, Ar. Lys. 893; π. κεγχρώμασιν ὀφθαλμόν apply it closely, E.Ph. 1386;π. τὴν ῥῖνά τινι Diod.Com.2.39
;πρὸς τὸ στόμα τὰς χεῖρας Arist.HA 587a27
: esp. of medical applications,ἤπια [ἰήματα] μετὰ τὰ ἰσχυρά Hdt.3.130
;προσαχθέντος φαρμάκου Orib.46.1.125
: metaph., [παιδιὰς] π. φαρμακείας χάριν Arist.Pol. 1337b41
;παρρησίαν καὶ δηγμὸν ἀνθρώπῳ δυστυχοῦντι Plu.2.69a
.4 of meats, etc., set before,βρώματά τινι X.Cyr.1.3.4
, cf. Plu.2.126a, etc.6 in military sense, bring up for the attack, move on towards,π. πύλαις λόχον E.Ph. 1104
;τῇ Ποτειδαίᾳ τὸν στρατόν Th.1.64
;τὸ στράτευμα ἀντίπρῳρον π. X.HG7.5.23
; [στρατιὰν] π. πρὸς πολεμίους Id.Cyr.1.6.43
; v. infr. 11: so alsoπ. μηχανὰς πόλει Th.2.76
, cf. X.HG2.4.27, etc.; μηχανῆς μελλούσης προσάξεσθαι (in pass. sense) Th.4.115; π. βίαν τοῖς τείχεσι, τῇ πόλει, etc., D.S.11.32, 12.46, etc.7 metaph.,π. βίαν τοῖς πολεμίοις Id.15.68
, cf. PTeb.61 (b).33 (ii B.C., [voice] Pass.), etc.;τὰς ἀνάγκας Th.1.99
;συκοφαντίαν π. τοῖς πράγμασι D.19.98
; δεινὰν π. τόλμαν apply or put forth daring, E.Med. 859 (lyr.); γράψας.. τίνα οἰκονομίαν προσαγήγοχας what steps you have taken, PCair.Zen.240.10 (iii B. C.);πολλῶν φόβων προσαγομένων X.An.4.1.23
;π. ἡδονάς Pl.Lg. 798e
.8 bring to or before,τῷ Κύρῳ τοὺς αἰχμαλώτους X.Cyr.3.2.12
, cf. HG3.4.8, etc.; bring in, bring with one, Is.8.16; introduce,πρὸς τὸν δῆμον Th.5.61
;πρὸς τὴν βουλήν And.1.111
, cf. Lys.6.29; π. τοὺς πρέσβεις (i. e. before the assembly) D.18.28, cf. 213;πρεσβείαν ἐλθοῦσαν π. πρὸς βουλὴν καὶ δῆμον IG12.39.12
; introduce at court, X.Cyr.1.3.8; bring a person into a law-court as defendant or as witness, PHal.8.5 (iii B. C.), etc.b introduce in writing, λόγῳ π. ὅτι.. introduce the statement.., Arist.Cael. 304a13;π. [ἡλικίαν] πρὸς μάθησιν Id.Pol. 1336a24
; [παιδάριον] π. πρὸς τὰ μαθήματα PSI4.340.24
(iii B. C.); have been introduced,Arist.
Metaph. 1074b4.9 bring hither, lead on,τίς [σε] προσήγαγεν χρεία; S.Ph. 236
;ἐλπίς μ' ἀεὶ προσῆγε E.Andr.27
:—[voice] Pass.,οἴκτῳ καὶ ἐπιεικείᾳ π. Th.3.48
; βίᾳ ib.95; ἄκοντες π. ὑπ' Ἀθηναίων ib. 63, cf. X.HG6.1.7.10 [voice] Pass., to be brought over, attached to the cause of, c. dat.,εἴ πως σφίσιν προσαχθείη Th.2.77
: abs.,προσήγεσθε ὑπ' Ἀθηναίων Id.3.63
; cf. B.1.11 increase a rent or other charge, PTeb.72.187 ([voice] Pass.), 200 (ii B. C.); προσηγμένων τοῖς ἀπαιτησίμοις ib.217; (iii A. D.).12 = προσαγγέλλω, announce, report, PTeb.60.69 (ii B. C.), etc.13 debit a person with an amount, charge it to him,συνέβη ναῦλον ἡμῖν προσάγεσθαι τοῦ πλοίου PCair.Zen.368.28
, cf. 326.16 (iii B. C.).II seemingly intr. (sc. ἑαυτόν, στρατόν, etc.), draw near, approach, X.HG3.5.22;πρός τινας LXX 3 Ki.18.21
; esp. in a hostile sense, advance against, attack,π. πρὸς τὸ κέρας X.An.1.10.9
, etc.;κώμῃ τινί Arr.An.2.3.4
;δι' ἀπάτης τοῖς βασιλεῦσι Plu.2.800a
;ἐγγυτέρω ταῖς ἐλπίσιν Id.Galb.9
; τοῖς τετταράκοντα [ἔτεσι] Id.Pomp.46; πόταγε ([dialect] Dor. for πρόσαγε) come on! Theoc.1.62, 15.78; μαλακῶς π. [γυναικί] make advances to a woman in an effeminate manner, Plu.2.240e; of Time, τῆς προσαγούσης τρύγης the approaching vintage, Sammelb.5810.16 (iv A.D.).3 δυσχερῶς προσῆγον πρὸς τὰς εἰσφοράς dub.l. in Plb.5.30.5 ( πως εἶχον πρὸς Hultsch): ὅσων προσῆξαν is f.l. in Th.2.97 ( ὅσωνπερ ἦρξαν Dobree).B [voice] Med., bring or draw to oneself, attach to oneself, bring over to one's side,σοφίῃ αὐτούς, οὐκ ἀγνωμοσύνῃ προσηγάγετο Hdt.2.172
;ἀνάγκῃ προσάγεσθαί τινα Id.6.25
, cf. Th.1.99;τἀρετῇ π. πόσιν E. Andr. 226
;ἀπάτῃ π. τὸ πλῆθος Th.3.43
; ;τῷ ποιεῖν εὖ π. τὰς πόλεις Isoc.4.80
;θεραπείαις Id.3.22
; so [ἵππον] ἠρεμαίως π. τῷ χαλινῷ X.Eq.9.5
;συμμάχους καὶ βοηθοὺς π. Id.Mem.3.4.9
;τὴν τῶν Ἀθηναίων ξυμμαχίαν Th.5.82
; πάντων π. ὄμματα draw all eyes upon oneself, X.Smp.1.9.3 c. inf., ἡ Σφὶγξ τὸ πρὸς ποσὶ σκοπεῖν.. ἡμᾶς.. προσήγετο put us upon considering, S.OT 131; προσάξομαι δάμαρτ' ἐᾶν σε .. will induce her to suffer thee.., E. Ion 659.3 αἷς [ταῖς προβοσκίσι] π. εἰς τὸ στόμα τὴν τροφήν with which they bring it to their mouths, Arist.HA 523b31, cf. 526a28, PA 685b10.4 μηδὲ προσάγου τῷ πράγματι χειμῶνας ἑτέρους do not add further troubles, Men.187; π. τὸν χρόνον καὶ τὸν πόνον employ it for one's own advantage, Plb.29.17.4.5 μάρτυρα π. cite as witness, Plu.2.1049b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσάγω
-
3 φιλανθρωπία
φῐλανθρωπ-ία, ἡ,A humanity, benevolence, kind-heartedness, humane feeling, or, in a weaker sense, kindliness, courtesy,I of men, Hp.Praec. 6, Pl.Euthphr.3d, X.Cyr.1.4.1, Act.Ap.28.2, etc.; opp. σεμνότης, Isoc. 15.133; opp. φθόνος, D.20.165; opp. ὠμότης, ib.109; joined with εὔνοια, Isoc.5.114, D.18.5; with πραότης, Isoc.5.116; with χρηστότης, Iamb. ap. Stob.4.5.76;φ. λόγων
courtesy,D.
18.298; τῆς παρὰ τουτωνὶ τιμῆς καὶ φ. ib.209;φ. διὰ τῶν λόγων Plb.28.17.11
;φ. προσάγειν τινί Id.1.81.8
; φ. εἰς or πρὸς τοὺς αἰχμαλώτους, ib.79.8, 11; ὑπὸ φιλανθρωπίας Pl.l. c.;μετὰ φ. Isoc.15
l. c.; clemency, X.Cyr.7.5.73; soφιλανθρωπίᾳ Id.Ages.1.22
; the intercourse of lovers, Aeschin.1.171: pl., acts of kindness, courtesies, D.8.70, 25.86, Plb.36.17.13, Phld.Rh.2.160 S., etc.b ἡ σὴ φ. as a form of address, your Clemency, PRyl.296 (ii A. D.), etc.2 of God, love to man, Ep. Tit.3.4, al.II of things, ἡ τοῦ ὀνόματος (i. e. νόμος) φ. its mildness, D.24.156; ἡ φ. τῆς τέχνης, of agriculture, X.Oec.15.4, cf. Aeschin.2.15; χώρα πάσης φ. ἐστερημένη, of a desert country, D.S. 17.50; in disease, mild symptoms, Gal.19.219.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλανθρωπία
-
4 χειρόω
A worst, master, subdue,τινὰπρὸς βίαν χειροῦν Ar.V. 443
(troch.);χ. τὸν ἐλέφαντα Ael.NA17.32
(s. v.l.).II mostly in [voice] Med., [tense] fut.- ώσομαι S.Ph.92
, Th.1.122, etc.: [tense] aor.ἐχειρωσάμην Hdt.1.211
, Th.3.11, etc.: [tense] pf.κεχείρωμαι Luc.Salt.79
, D.C.50.24 ([voice] Pass., v. III):—both of countries or nations, and of single persons, conquer, overpower, subdue, l.c., cf. 2.70, al., E.IT 330, 359, HF 570;τόξοις χειροῦσθαι A.Ch. 694
; οὐ γὰρ ἡμᾶς.. πρὸς βίαν χειρώσεται S.l.c.;βίᾳ χ. τοὺς ἐναντίους X.Ages.1.20
;χ. τινὰ σφίσι Th.4.28
: sts. with collat. notion of killing, X.Cyr.7.5.30, Isoc.10.25; also, of taking prisoner, E.Tr. 861, X.HG2.4.26; τήνδ' ἐχειρούμην ἄγραν became master of this booty, S.OC 950.2 without any sense of violence,χ. τινὰ λόγοις Pl.Sph. 219c
, cf. X.Mem.3.7.8; χ. θρέμματα tame them, Pl. Sph. 222a; ἡ ὄρχησις κεχείρωται τοὺς ἀνθρώπους Luc.l.c.;δι' ἡδονῆς Plu.2.139a
;διὰ τῆς κολακείας Ael.VH14.48
, etc.III [voice] Pass., to be mastered, conquered, subdued, , cf. S.Tr. 279, E.El. 1168: [tense] fut.χειρωθήσομαι D.11.5
: [tense] aor.ἐχειρώθην Hdt.3.120
, 145, al.;χειρωθεὶς βίᾳ S.OC 903
, cf. Tr. 1057;χειρωθῆναι σφίσιν Th.8.71
: [tense] pf.κεχείρωμαι Id.5.96
; κεχειρωμένας ἄγεσθαι to be led captive, A.Th. 326 (lyr.);αἰχμαλώτους κεχ. Pl.Lg. 919a
. -
5 στίζω
Aστίξω Hdt.7.35
, Eup.259, Men.Sam. 108: [tense] aor.ἔστιξα Hdt.5.35
:—[voice] Med., Luc.Syr.D.59, etc.: [tense] aor.ἐστιξάμην Nonn.D.43.232
:—[voice] Pass.,[tense] aor. part.στιχθείς Porph.VP15
: [tense] pf.ἔστιγμαι Hdt.5.35
, Ar.Av. 760:— tattoo, τὸ ἐστίχθαι εὐγενὲς κέκριται (among the Thracians) Hdt.5.6, cf. Phanocl.1.25;ἀποξυρήσας τὴν κεφαλὴν ἔστιξε Hdt.5.35
;ἐστιγμένους ἀνθέμια X.An.5.4.32
; of the Britons,τὰ σώματα στίζονται γραφαῖς ποικίλαις καὶ ζῴων εἰκόσιν Hdn.3.14.7
; of a Syrian, to indicate dedication to gods (cf. στιγματηφορέω), UPZ 121.8 (ii B.C.).2 esp. tattoo as a mark of disgrace, Hdt.7.35, Ar.Ra. 1511 (anap.); στίξω σε βελόναισιν τρισίν Eup.l.c., cf. Men.l.c., Call. Iamb.1.235 ( Hermes 69.177), Hermog.Stat.11; , cf. i 14 (iii B.C.);δραπέτης ἐστιγμένος Ar.Av. 760
, cf. And.Fr.5;ἐστ. αὐτόμολος Aeschin.2.79
;αἰχμαλώτους Σαμίων στίζειν κατὰ τοῦ προσώπου καὶ εἶναι τὸ στίγμα γλαῦκα Ael.VH2.9
, cf. Diph. 66.7.3 mark as one's property, στίξαι ἵππον (glossed ἐγκαῦσαι) Phot.; σ. χωρίον mark a piece of land as mortgaged, by a notice set up upon it, Poll.3.85 ([voice] Pass.).4 rarely c. dupl. acc., τοὺς δὲ ἔστιζον (codd.,ἔστιξαν Plu.
, Hude) στίγματα βασιλήϊα tattooed them with the royal tattoo-marks, Hdt.7.233; σ. ἵππον εἰς τὸ μέτωπον tattoo the figure of a horse on one's forehead, Plu.Nic.29;σ. εἰς τὸ μέτωπον γλαῦκας Id.Per.26
, cf. X.l.c.5 metaph.,εἶσ' ἅλα στίζοισα πνοά Simon.78
; στιζόμενος βακτηρίᾳ beaten black and blue, Ar.V. 1296.6 σ. τοὺς ὑμένας cause stabbing pains in, Gal.17(1).400.II Gramm., put a punctuation mark, Steph.in Hp.2.496 D., AP15.38 ([place name] Cometas);τελείαν δεῖ στίξαι Herm. in Phdr.p.84
A. (Cf. OE. stician 'to stab', Germ. sticken 'to stitch, embroider'.)
См. также в других словарях:
σκλάβος — Αιχμάλωτος, δούλος. Λέγεται επίσης μεταφορικά και για κείνον που εργάζεται σκληρά. «Δουλεύει σαν σ.». Γενικά σ. ονομάζονται εκείνοι που τους πουλούσαν στα λεγόμενα σκλαβοπάζαρα. Σε σκλαβοπάζαρα του είδους πουλήθηκαν στην Αίγυπτο και πολλοί… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Σταυρός, Διεθνής Ερυθρός — Συγκρότημα φιλανθρωπικών οργανώσεων που αποβλέπουν στην προσφορά βοήθειας στα θύματα του πολέμου, των φυσικών καταστροφών και των κοινωνικών αναστατώσεων. Περιλαμβάνει δυο χωριστές οργανώσεις: τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού και την Ένωση… … Dictionary of Greek
Σφακτηρία — Νησί στο Ιόνιο πέλαγος που κλείνει το φυσικό λιμάνι της Πύλου. Το 424 π.Χ., τον έβδομο χρόνο του Πελοποννησιακού, έγιναν εκεί αιματηροί αγώνες ανάμεσα στους Αθηναίους και τους Σπαρτιάτες. Ο Ηρόδοτος γράφει ότι στην εποχή του, το νησί ήταν… … Dictionary of Greek
Tratados entre Roma y Cartago — Relieve de una corbita romana encontrado en las ruinas de Cartago. La disputa en el control del comercio marítimo entre ambas naciones llevó a que se ensayaran, en diversos acuerdos, repartos de áreas de influencia en el Mediterráneo. Los… … Wikipedia Español
καιάδας — Βάραθρο που βρισκόταν κοντά στην αρχαία Σπάρτη. Σε αυτό έριχναν τα πτώματα των καταδικασμένων σε θάνατο κακούργων και τους αιχμαλώτους πολέμου. Ορισμένοι τον ταυτίζουν με τους Αποθέτας, όπου οι Σπαρτιάτες πετούσαν τα ανάπηρα ή καχεκτικά βρέφη. Η… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική … Dictionary of Greek
Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… … Dictionary of Greek
δουλεία — Κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο δούλος, δηλαδή ένα πρόσωπο που έχει στερηθεί την ελευθερία του, ο οποίος θεωρείται, από voμική άποψη, ως ατομική ιδιοκτησία και συνεπώς εξαρτάται από τη θέληση και την αυθαιρεσία του κυρίου του. Ιστορικά η δ.… … Dictionary of Greek